Αρώματα, Εικόνες, Γεύσεις Και Στιγμές Που Συνθέτουν Εξαίσιες Αναμνήσεις
Πολλές θεωρίες υπάρχουν, για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα κάθε ανθρώπου. Καθορίζεται από τα παιδικά του χρόνια, από τον τόπο στον οποίο μεγαλώνει , από τη διαπαιδαγώγηση, άλλα και την παιδεία που του δίνεται, από το οικογενειακό του, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον. Από τις οικογενειακές συνθήκες και τα πρότυπα που αναπτύσσει. Και φυσικά, από εξωγενείς παράγοντες.
Σκεφτόμουν με αφορμή μια φιλική κουβέντα, αυτές τις μέρες,τα παιδικά μου χρόνια και το πατρικό μου σπίτι. Μέχρι τα 27 μου έζησα μέσα σε αυτό το σπίτι. Και θαρρώ με καθόρισε!
Ήταν ένα μεγάλο διώροφο σπίτι με μεγάλο κήπο , στην Παλιά πόλη. Χτισμένο από μπαγκνταντί ( ένα μείγμα από μικρά σανιδάκια , άχυρο ,και πέτρα) με κεραμοσκεπή ,δυο ταράτσες και ένα μικρό, ισόγειο, μαγαζάκι στην πρόσοψη, το ψιλικατζίδικο του πάππου μου. Ψηλοτάβανο με μεγάλα παράθυρα, ξύλινα παντζούρια με γρίλιες, στριφογυριστή ξύλινη σκάλα, που σε κάθε βήμα έτριζε , ψιθυρίζοντας, θαρρείς κουβέντες από το παρελθόν. Με εσωτερικό πεζούλι, γεμάτο γλάστρες με λουλούδια και φυτά, και μπαλκόνι , με γυναικωνίτη, κλειστό με τζαμαρία από κίτρινο χρυσό γυαλί και ζωγραφισμένο περίτεχνα με βυσσινί λουλούδια. Με μωσαϊκό στην μεγάλη, άνετη κουζίνα με την μασίνα. Ένα κλασικό ανατολίτικης, αρχιτεκτονικής σπίτι, της Άνω πόλης στη Θεσσαλονίκη, που ο παππούς μου, όταν ήρθε από την Σμύρνη με τον ξεριζωμό, το αγόρασε από Τούρκο γαλατά. Για αυτό και στον κήπο, υπήρχε ένα όμορφο πηγάδι οπού τα παλιά χρόνια έβαζε ο γαλατάς, τα γάλατα και τα γιαουρτια, για να διατηρηθούν , και είχε και πλυσταριό για τις μπουγάδες και την αποθήκευση, διαφόρων ειδών. Το πλυσταριό το πρόλαβα, πριν το γκρεμίσουμε το οποίο πια χρησίμευε μόνο, ως αποθήκη.
Όταν έμειναν οι γονείς μου σε αυτό, μαζί κι εγώ και τα αδέλφια μου έγιναν κάποιες,αλλαγές προς πρακτική,διευκόλυνση και λειτουργικότητα. Όμως η κύρια δομή του σπιτιού δεν αλλοιώθηκε ποτέ.
Αυτό το σπίτι ήταν λουσμένο στο φως χειμώνα, καλοκαίρι. Κάθε άνοιξη άνθιζαν 45 διαφορετικές τριανταφυλλιές με βασίλισσα όλων της εκατόφυλλη κόκκινη ,της γιαγιάς μας, που την είχε φυτέψει, χρόνια πριν, με τα χεράκια της. Επίσης Ζήνια, ντάλιες , πανσέδες, σκυλάκια, σκουλαρίκιες, γαριφαλιές, βασιλικοί και δυόσμοι. Μπουκαμβίλιες κισσοί και γιασεμιά να σκαρφαλώνουν, επίμονα, στους τοίχους και τις πέργκολες. Και μια κληματαριά από άκρη σε άκρη, στην επάνω αυλή, να δίνει σκιά, καλύτερα από την οποιαδήποτε τέντα!Και κυρίως ,νόστιμα αμπελόφυλλα!
Στο κέντρο του κήπου, δέσποζε ένας ψηλός φουντωτός φοίνικας, φυτεμένος το 1975 τη χρονιά που γεννήθηκα. Τριγύρω κι άλλα δέντρα . Μια γριά ερικιά που μας έδινε γενναιόδωρα, τους καρπούς της για να φτιάξουμε, μαρμελάδα. Έως σήμερα δεν έχω φάει νοστιμότερη μαρμελάδα. Μια λεμονιά δίπλα με μια μανταρίνια να μοσχοβολούν, μια συκιά πιο πίσω, γλυκό κάρπη και στο βάθος του κήπου η βυσσινιά, ( από την οποία η μάνα μου έκανε το πιο ωραίο βύσσινο ποτό) και όλο είχαμε πονόκοιλο για να βρούμε ευκαιρία να το πιούμε, σαν φάρμακο. Απέναντι στην αρχή του κήπου αγέρωχη και πανύψηλη η δάφνη , να μοσχοβολάει και αυτή με εκείνο, το βαρύ, μεθυστικό άρωμα, των φύλλων της, που πολύ μας άρεσε, να κόβουμε,για να νοστιμίσουμε, τις φακές και το στιφάδο μας.
Και επειδή ο μπαμπάς μας, έζησε και μεγάλωσε μέσα στη φύση, από μικρό παιδί και επιπλέον οι σπουδές του, είχαν να κάνουν με φυσική, γεωλογία, βιολογία… Γνωρίζοντας πάνω, από 2.000 βότανα και άγρια χόρτα, άλλα και από οικόσιτα ζώα, θελησε να φέρει μέσα στην πόλη το χωριό. Έφτιαξε κοτέτσι με κότες και πάπιες και λαχανόκηπο! Κάθε μέρα μοιράζαμε αβγά και κηπευτικά στην γειτονιά.( ήθελε να μας φέρει και κατσίκα, αλλά μάλλον τον απείλησε η μανά μου και δεν την έφερε!).
Και το μεγάλο σπίτι, αντί για κουδούνι,είχε πάντα ανοιχτή την σιδερένια πόρτα με το χεράκι, για τους γείτονες και τους φίλους , αλλά και του περαστικούς , που άφωνοι φωτογράφιζαν, αυτό τον κρυφό κήπο με τα λουλούδια και τα πουλιά.
Θυμάμαι ακόμα την μάνα μου, να στρώνει επιδέξια τραπέζι από το τιποτα, με ότι υπήρχε στο ψυγείο και στα ντουλάπια, για απρόσμενους επισκέπτες. Θυμάμαι ακόμα, να μαζεύονται, συγγενείς και φίλοι,σε εμάς, ειδικά το Πάσχα και τα Χριστούγεννα.( Για αυτό πάντα είχαμε, πολλές καρέκλες!)
Θυμάμαι ένα σπίτι βαριά επιπλωμένο, με τις αντίκες της γιαγιάς μου, θορυβώδες, με γέλια , με κλάματα, με μαλώματα και φιλιώματα,γύρω από τα τραπέζι της κουζίνας, με τα λιονταρίσια πόδια. Θυμάμαι την μάνα μου, να τραγουδάει με την μελωδική φωνή της, Αττίκ , Ελιζα Μαρελη , Μαρουδα, άλλα και Στράτο Διονυσίου και Ζαμπέτα , Ξαρχάκο και Χατζηδάκη και απαραίτητα, παλιά σμυρνέικα, τραγούδια, καθώς μαγείρευε και έκανε δουλειές . Θυμάμαι τόνους από ντολμαδάκια, να τυλίγονται όλο το καλοκαίρι από όλους μας, και να εξαφανίζονται στα στομάχια μας, το ίδιο βράδυ με φρέσκο γιαούρτι, χύμα, στα πήλινα. Θυμάμαι την μυρωδιά του άσβεστη στα πεζούλια , τις γλάστρες και τα παρτέρια που βάφονταν από τον μπαμπά μου, για καθαριότητα και ομορφιά. Αναπολώ,κάτι νύχτες καλοκαιρινές, να κοιμόμαστε με ανοιχτά τα παράθυρα του δωματίου μας, και να έρχονται οι μυρωδιές από τα νυχτολούλουδα και το γιασεμί, να μας ζαλίζουν όμορφα,καθώς προσπαθούσαμε, να κρατήσουμε τα ματιά ανοιχτά, κοιτάζοντας στον ουρανό, το φεγγάρι και τα αστέρια. Και σε πολύ ζεστές μέρες να βγάζουμε ράντζα, στην αυλή και να κοιμόμαστε ,ψιθυρίζοντας και γελώντας, τέσσερα αδέρφια, διπλά, δίπλα,νιώθοντας πως ζούμε, μια περιπέτεια! Ακούω ακόμα,τον ήχο της βροχής, στα κεραμίδια και την μυρωδιά, εκείνη την απίθανη μυρωδιά, από το φρέσκο βρεγμένο χώμα. Και μας έπαιρνε ο ύπνος γλυκά, μέσα στα όνειρα και τις προσδοκίες. Και το πρωί ξυπνούσαμε, από τις δεκοχτούρες, που στέκονταν, στο παράθυρο τιτιβίζοντας και από τα γουργουρητά των γάτων μας, που μαζεύαμε σωρηδόν,γιατί στεναχωριόμασταν, να τα βλέπουμε, αδέσποτα και νηστικά στο δρόμο.
Γιατί σας τα περιγράφω όλα αυτά; Γιατί είχα την τύχη να ζήσω τα πιο αθώα χρόνια μου σε ένα σπίτι ζωντανό. Ένα σπίτι με φωνή, μυρωδιές, υφές και αισθήσεις. Με λύπες, χαρές, δυσκολίες, άλλα και με πολύ αγάπη. Με φροντίδα μαμαδιστικη και την αυστηρότητα του πάτερα, που χρόνια μετά, καταλάβαμε, πως ήταν καμουφλαρισμένη αγωνία, για να μεγαλώσουμε σωστά! Ήταν ένα σπιτικό, μεγάλη, ευγενική, ανοιχτή αγκαλιά, με χρώμα και κρυφές γωνίες, παιδικών ονείρων.
Γιατί παίζαμε τα απογεύματα, έξω στην γειτονιά και ξεχνούσαμε να μαζευτούμε. Και έβγαινε η μάνα στο παράθυρο και φώναζε και ακουγόταν,ως την Τσιμισκή! Άντε μετά να μην τρέξεις να μαζευτείς, στο σπίτι. Γιατί οι γειτόνισσες, καθόταν έξω με τις καρέκλες τους και τον ελληνικό καφέ τους και έλεγαν, έλεγαν.. Και τι δεν έλεγαν. Για τους παιδικούς μου φίλους, που δε βλέπω πια συχνά, μα σαν βρεθούμε, γελάμε με την καρδιά μας , σαν να είμαστε πάλι παιδιά. Και όλα αυτά τα θυμήθηκα και για έναν άλλο λόγο. Η μάλλον από μια ερώτηση που μου έγινε. Γιατί , Φωτεινή μαζεύεις, κόσμο στο σπίτι σου και κάνεις τραπέζια; Είναι εποχή για τέτοια πράγματα;
Μα πως μπορώ να κάνω διαφορετικά, όταν κουβαλώ τέτοιες μνήμες. Πώς να μη θέλω ένα σπίτι γεμάτο φως, με μυρωδιές, φωνές, υφές και χρώματα. Πώς να μη φροντίσω και να μη μαγειρέψω για φίλους, που αγαπώ; Γιατί σε όποιο σπίτι και αν έμεινα, μετά το πατρικό μου , πάντα το κουβάλαγα μέσα μου και σε όλα έδωσα κάτι από εκείνο .
Εκείνο το σπίτι δεν υπάρχει πια. Κτίστηκε όπως και τόσα άλλα, στην περιοχή, με αντιπαροχή. Και κάθε φορά που πάω να δω τους γονείς μου , παρόλο που δεν υπάρχει πια το χέρι και η σιδερένια πόρτα, άλλα αντικαταστάθηκαν από ένα στριγγλιαρικο κουδούνι , και μια πόρτα αδιάφορη, βαριά ασφαλείας, παρόλο που ο κήπος, έμεινε μια σταλίτσα, ένα απαλό αεράκι, φυσάει πάντα. Και φέρνει μυρωδιές, αλλοτινές. Και εικόνες. Μαμαδίστικες, μπαμπαδίστικες αδελφικές και φιλικές. Και κατευθείαν το μέσα μου, απαλύνει και ηρεμεί. Και ένας γλυκός σκοπός τραγουδισμένος, από την μελωδική φωνή της μάνας μου, μου υπόσχεται, πως όλα θα πάνε, καλά. Και πως τώρα είναι η πιο κατάλληλη εποχή να μη ξεχάσω την ανθρωπιά μου και τις εξαίσιες μνήμες μου!
Την ήμερα που ήρθε, η μπουλντόζα να το γκρεμίσει, στεκόμασταν όλοι, με σφιγμένη καρδιά. Νιώθαμε σαν να προδίδουμε, με τον χειρότερο, τρόπο, έναν δικό μας άνθρωπο. Είχα προλάβει και είχα συνεννοηθεί με έναν φίλο μου μηχανικό, που μόλις είχε χτίσει, ένα νέο συγκρότημα, πίσω από την γέφυρα της Βούλγαρη , να έρθει να πάρει τον φοίνικα και να τον μεταφυτέψει εκεί. Και ήρθε! Και μόλις έπεσε ολότελα το σπίτι, ο Φοίνικας βγήκε από τις ρίζες του, φορτώθηκε στο φορτηγό και φυτεύτηκε στον προαύλιο χώρο, ενός μοντέρνου σπιτιού. Τα πρώτα δύο τρία χρόνια, όταν περνούσα με το αυτοκίνητο, από την γέφυρα, πάντα έστρεφα το βλέμμα με λαχτάρα, για να τον εντοπίσω. Φαινόταν από τον δρόμο. Ο γερό Φοίνικας, ξανά ρίζωσε και αυτό μου προκαλούσε χαρμολύπη. Έχω πολύ καιρό, που σαν περνάω, πάλι από εκεί, αρνούμαι να στρέψω το βλέμμα. Γιατί φοβάμαι, μήπως δεν τον δω να στέκει όρθιος. Θέλω να τον θυμάμαι ζωντανό! Ήταν το καμάρι μας βλέπετε. Μέσα σε ένα παλιό τενεκεδένιο κουτάκι της γιαγιούλας μου, από μπισκότα, οπού φίλαγε τις κλωστές για την ραπτομηχανή της (singer), κράτησα ένα κομμάτι μπαγκνταντί, από τους τοίχους του σπιτιού και ξύλο από τον κορμό του φοίνικα. Δε μπόρεσα πότε να το ξανά ανοίξω. Δεν ξέρω αν θα το κάνω, κάποια στιγμή. Για εμένα, εκείνο το σπίτι, ήταν το καταφύγιο και ο παραμυθένιος κόσμος μου. Εκεί πρώτο έγραψα, μικρό παιδί ακόμα. Εξαιτίας όλων, αυτών, νομίζω και άλλων τόσων που χρειάζεται , βιβλίο, ολόκληρο για να σας τα διηγηθώ!
Και ίσως τελικά για ότι έγινα,ή δεν έγινα στη ζωή μου,οφείλεται και σε αυτό το σπίτι , που έτσι κι αλλιώς, θα είναι πάντα, το πιο αγαπημένο μου μέρος, σε ολόκληρο τον κόσμο!