Πάντα αναρωτιόμουν τι ιστορίες ακούνε, οι άνθρωποι πίσω, απο το μπαρ . Η νύχτα πόσο αποκαλυπτική, μπορεί να γίνει, σε έναν μπάρμαν η μια μπαργούμαν, μέσα απο τις συμπεριφορές των θαμώνων τους , και τις μικρές ή μεγάλες εξομολογήσεις τους, στον άνθρωπο που θα στάξει αλκόολ στο ποτήρι τους και ίσως και μια δόση κατανόησης που δεν μπορούν, να βρούν πουθενά αλλού. Ακόμα και όταν σωπαίνει ο μπάρμαν, πιστέυω οτι ακούει και βλέπει τα πάντα μέσα στο μαγαζί του.

Δυό φορές την εβδομάδα λοιπόν ο Φρίξος ο Εξομολόγος, φίλος μου μπάρμαν και ποιητής της νύχτας, θα μας λέει μια ιστορία του μπαρ και των ανθρώπων του.

Φωτεινή Κατσάλη / Αρχισυνταξία

Τα Πράσινα Μάτια Της Δευτέρας

Μετακομίζω στη Θεσσαλονίκη και πιάνω δουλειά σ’ ένα μαγαζί στο κέντρο της πόλης. Συνήθως δουλεύω στην πρωινή βάρδια και σήμερα Δευτέρα περιμένουμε πολύ δουλειά.

Με ειδοποιεί ο τσεκαδόρος ότι έχω να φτιάξω έναν καφέ πακέτο για μια κοπέλα. Ξανθιά, με πράσινα μάτια και με ένα βλέμμα που πετάει σπίθες.
Προσπαθώντας να μην δείξω το τρακ μου “ο νόμος του Μέρφι” γίνεται πράξη.

Μαζί με τον καφέ που χύνεται σε όλο το πάσο, προσπαθώ να μαζέψω και 6-7 παγάκια που κάνουν τη βόλτα τους στο μπαρ. Για να με βγάλει απ’ τη δύσκολη θέση, μου λέει πως δεν πειράζει και ότι έχει χρόνο να περιμένει, αφού πρέπει να βγάλει και μερικές φωτοτυπίες απο το διπλανό βιβλιοπωλείο.

Όταν της έδωσα τον καφέ και με χαιρέτησε ευγενικά δεν μπορούσα να ξεχάσω το συμβάν αλλά ούτε κι αυτήν. Ίσως να μην την ξαναέβλεπα ποτέ, ίσως να μην με θυμόταν καν. Έχει τελειώσει η βάρδια μου και ξεκουράζομαι στο σπίτι μου.

Χτυπάει το τηλέφωνο και ο φίλος μου ο Χρήστος μου προτείνει να βγούμε έξω.
-Ρε μαλάκα, Δευτέρα είναι, δεν θέλεις να ξεκουραστούμε απόψε;
-Ρε συ ακριβώς επειδή είναι Δευτέρα σου λέω. Απόψε βγαίνει το “αν φαν γκατέ” από το κατακάθι.
Ο Χρήστος ψάχνεται για περιπέτειες και με πείθει. Βρισκόμαστε στις 22.00 στο μπαρ “Verdi”,Αλ. Σβώλου με Αγγελάκη. Και ενώ τελειώνουμε τα τρίτα μας ποτά μου λέει:

-Σήκω να φύγουμε, ψόφια είναι εδώ.
-Ρε συ, όπου και να πάμε το ίδιο θα είναι. Αφού τελειώνουμε τα διαδικαστικά φτάνουμε στ’ ανατολικά της πόλης, στην Αρετσού.

-Θα κεράσουμε δυο ποτά στις απέναντι κοπέλες.
-Όχι ρε Χρήστο, είναι αργά πάμε να φύγουμε.
-Θα φύγουμε αμέσως αν σταματήσουμε για ένα σφηνάκι στο “Καράβι”. Το διάσημο “άφτερ” που με ανύπαρκτο face control έμπαινε όποιος ήθελε, ειδικά όσο προχωρούσε η νύχτα.
-Χρήστο θα κεράσω σφηνάκια απέναντι.
-Σε ποιους;
-Απέναντι είναι η κοπέλα που σου έλεγα, από το πρωί.
-Κάνε ότι θέλεις, αλλά δεν νομίζω να βγει τίποτα. Στέλνω τα σφηνάκια και με φωνάζει προς το μέρος της.
-Ήρθε η ώρα να γνωριστούμε, Νικολλέτα!
-Φρίξος, χάρηκα πολύ. Τα ποτά που είχα πιει προηγουμένως δεν μου έδωσαν το απαραίτητο θάρρος και αφού της χαμογέλασα, κάνω να φύγω προς το μέρος που καθόμουν.
-Μήπως έχεις ένα τσιγάρο; Το πονηρό της χαμόγελο μου αναπτέρωσε το ηθικό. Βγάζω ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο μου, το ανάβω, παίρνω μια γενναία ρουφηξιά και της το δίνω.

-Τι σημαίνει αυτό, με ρωτάει και με τη σειρά της καπνίζει.
Αυτό ήταν το πρώτο φιλί που ανταλλάξαμε,

-Το πρώτο μας φιλί της λέω με όσο θάρρος μου έχει απομείνει. Παγώνει τα αστραφτερά της μάτια πάνω μου.
-Θέλεις να δεις πως θα είναι το δεύτερο φιλί μας; Δεν προλαβαίνω να απαντήσω και μου δίνει ένα από τα πιο ωραία φιλιά του κόσμου.

–Πρέπει να φύγω. Γράψε μου σ’ ένα χαρτί το τηλέφωνό σου. Ορίστε. Πως θα σε ξαναδώ;
-Θα μιλήσουμε σύντομα, μου λέει.

Φεύγω λίγο μετά από αυτήν και γυρνάω στο σπίτι μου με τα πόδια. Ούτε θυμάμαι αν χαιρέτησα τον φίλο μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι το όνομά της και το ποτό που έπινε. Τζιν με χυμό πορτοκάλι. Δεν ξέρω αν θα την ξαναδώ, αυτό που ξέρω σίγουρα όμως είναι ότι οι Δευτέρες κρύβουν πολλές εκπλήξεις!
Συνεχίζεται…

Φρίξος ο Εξομολογητής